ζουμερός

ζουμερός
-ή, -ό
1. χυμώδης: Ζουμερό πορτοκάλι.
2. αυτός που έχει ουσία, νόημα: Ζουμερά λόγια.
3. αποδοτικός, κερδοφόρος: Ζουμερή δουλειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζουμερός — ή, ό 1. γεμάτος ζωμό, εύχυμος («ζουμερό λεμόνι») 2. μτφ. αυτός που περιέχει ουσία, καίριος, ουσιαστικός («ζουμερά λόγια» καίρια, σωστά λόγια, με ουσία) 3. μτφ. επικερδής, προσοδοφόρος («ζουμερή δουλειά»). επίρρ... ζουμερά 1. με χυμό 2. με ουσία,… …   Dictionary of Greek

  • -ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …   Dictionary of Greek

  • έγχυλος — ἔγχυλος, ον (Α) 1. χυμώδης, ζουμερός 2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί 3. (για αβγό βραστό) μελάτος …   Dictionary of Greek

  • ένικμος — ο (Α ἔνικμος, ον) [ικμάς] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ένικμος γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κρυπτοφαγιδών αρχ. 1. αυτός που έχει ικμάδα, υγρασία 2. (για σάρκα σφαγίων) τρυφερός, χυμώδης, ζουμερός 3. (για ασθενή) αυτός που έχει ή… …   Dictionary of Greek

  • βογγερός — ή, ό 1. αυτός που συνοδεύεται από βόγγους 2. εκείνος που παράγει ισχυρό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόγγος + (κατάλ.) ερός (πρβλ. βροχερός, δροσερός, ζουμερός, καυτερός, παγερός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δείσα — δεῑσα, η (Α) μούχλα, ακαθαρσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. *gweidh ia ή *gweidh sa με αναγωγή σε ρίζα* gweid (h) «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ …   Dictionary of Greek

  • εξυγραίνω — ἐξυγραίνω (Α) 1. βρέχω, μουσκεύω 2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός 3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῑς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 4. παθ. ξεραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • εύχυμος — η, ο (ΑΜ εὔχυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός 2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος αρχ. 1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών 2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. επίρρ... εὐχύμως (Α) με εύχυμο τρόπο, με… …   Dictionary of Greek

  • ζουμάτος — η, ο αυτός που περιέχει χυμό, ζουμί, ο ζουμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + κατάλ. άτος (πρβλ. ξιδ άτος, πιπερ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • ζουμερά — τα [ζουμερός] βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού που παλαιότερα ήταν γνωστό με την ονομασία κοτυληδών ο ομφαλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”